υψιπετης

υψιπετης
    I.
    ὑψιπετής
    ὑψι-πετής
    2
    находящийся в вышине, горний
    

(οὐράνιον μέλαθρον Eur.)

    II.
    ὑψιπέτης
    ὑψι-πέτης
    дор. ὑψιπέτας -ου adj. m высоко летящий
    

(αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υψιπετης" в других словарях:

  • ὑψιπετῆς — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετής — fallen from heaven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπέτης — high flying masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιπετῆ — ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετεῖ — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετεῖς — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc pl ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετές — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem voc sg ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετέστατον — ὑψιπετής fallen from heaven masc acc superl sg ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετῶν — ὑψιπέτης high flying masc gen pl (doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»